- κακοσημαδεύω
- 1. σημαδεύω εσφαλμένα, χωρίς επιτυχία, βάζω λαθεμένα σημάδια2. κάνω κακή σκόπευση, δεν πετυχαίνω τον στόχο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακοσημαδεύω — κακοσημάδεψα, σημαδεύω κακώς, κάνω κακή σκόπευση: Κακοσημάδεψα και δεν το πέτυχα το πουλί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)